- ασκαλώπακας
- ο (Α ἀσκαλώπας)σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό -ᾱ), προέρχεται δε από α- (προθετικό) + σκαλ- (πιθ. αναλογικά προς το ρ. σκάλλω «ορύσσω, σκάπτω») + -ωπᾱς (πρβλ. λέξεις με β' συνθετικό -ωπᾱς, λ.χ. δωρ. κελαινώπᾱς). Αν γίνει αποδεκτή η γραφή ασκαλωπάς, τότε το ληκτικό -άς θα πρέπει να οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση (πρβλ. ατταγάς). Το νεοελλ. ασκαλώπακας είτε αποτελεί μεταπλασμένο τ. του αρχ. ασκαλώπας, είχε προήλθε από συμφυρμό των ασκαλώπας + σκαλόπαξ].
Dictionary of Greek. 2013.